λεβέτι

λεβέτι
το (Μ λεβέτιν)
μεγάλος λέβητας, καζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεβέτιν < λεβήτιον, υποκορ. τού λέβης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεβέτι — το ιού, μεγάλο καζάνι: Έβρασε νερό μέσα στο λεβέτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρβάλλι — το [αρβαλλίζω] 1. κινητή, μεταλλική λαβή σε λεβέτι, πιαστήρι 2. σιδερένιος σύρτης της πόρτας 3. μεγάλο κόσκινο 4. ξύλο πάνω από τη μυλόμετρα για να ρυθμίζει την κίνηση της σκαφίδας με το στάρι …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρανί — το, Ν άκλ. ρηχό και πλατύ καζάνι, λεβέτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hereni] …   Dictionary of Greek

  • Κολωνάκι — Συνοικία της Αθήνας και ομώνυμη πλατεία. Η επίσημη ονομασία της είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Η ονομασία Κ. οφείλεται σε έναν μικρό κιονίσκο (κολωνάκι), ο οποίος, σύμφωνα με τον Γ. Καμπούρογλου, στηνόταν από τους Αθηναίους για να αποτρέψουν… …   Dictionary of Greek

  • κακάβι — το 1. χύτρα, λεβέτι, καζάνι. 2. ονομασία της πέρδικας (εξαιτίας των φθόγγων του κελαηδήματός της) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”